Δύο εκ πρώτης όψεως τελείως ασύνδετες θεωρίες, αυτή της αυτοποίησης και της τοποθέτησης του Νίτσε σε σχέση με τους δύο τύπους ηθικής, εμφανίζουν ορισμένες ανοίκειες συνδέσεις. Ειδικότερα, από την παράλληλη μελέτη των δύο θεωριών προκύπτει ότιο τύπος του κυρίου προσιδιάζει στον αυτοποιητικό οργανισμό, σε αντίθεση με τον τύπο του δούλου, ο οποίος λειτουργεί με βάση τον τρόπο δράσης ενός αλλοποιητικού οργανισμού.
Οι κύριοι θα μπορούσαμε να πούμε ότι διαθέτουν τους μηχανισμούς που τους εξασφαλίζουν τη διατήρηση της ομοιόστασής τους, παρά τις όποιες περιβαλλοντικές επιδράσεις, καθώς ορίζουν τα σύνορά τους με το περιβάλλον τους, εφ’ όσον έχουν πρώτα επίγνωση της δικής τους ύπαρξης. Ως εκ τούτου, δεν επιτρέπουν στο περιβάλλον να αλλοιώσει τη φυσιογνωμία τους, αλλά είναι εκπαιδευμένοι να αντιπαρέρχονται τις όποιες εξωτερικές επιδρομές. και να αποκρούουν τα χτυπήματα άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο αποτελεσματικά.
Η ικανότητά τους να λειτουργούν αυτόνομα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιζητούν την απομάκρυνσή τους από το περιβάλλον ή τη δημιουργία ενός χώρου ελεγχόμενων συνθηκών εντός των οποίων να επιδοθούν απερίσπαστοι στην εκτέλεση των λειτουργιών τους, είναι αυτή που τους εξασφαλίζει την ουσιαστική ύπαρξη ακόμη και σε μη ευνοϊκά πλαίσια. Η οργανωτική τους κλειστότητα σε συνδυασμό με την δυνατότητα επιτέλεσης επικοινωνιακών ενεργημάτων απαλλαγμένων από προστατευτικά φράγματα συμβάλλουν στην «ακαταμάχητη γοητεία» τους.
Εξάλλου, οι κύριοι φαίνεται ότι μοιράζονται με τους αυτοποιητικούς οργανισμούς κοινά χαρακτηριστικά. Χαρακτηρίζονται από αυτονομία, μιας και όμως ήδη αναφέραμε μπορούν να αντιμετωπίζουν με επιτυχία τις εξωτερικές επιδράσεις και να διατηρούνται ως οντότητες. Χαρακτηρίζονται από ατομικότητα, καθώς δεν προσλαμβάνουν διαφορετικά προσωπεία από στιγμή σε στιγμή, αλλά αντιμετωπίζουν με ειλικρίνεια, συνέπεια και σύνεση τις όποιες καταστάσεις, ενώ κατά κανόνα δεν βγαίνουν εκτός των ορίων που οι ίδιοι έχουν θέσει στους εαυτούς τους. Η ανεξαρτησία τους επιστεγάζεται με την ύστερη χρονικά αναφορά τους στα στοιχεία του περιβάλλοντος, η οποία έπεται εμφανώς του αυτοκαθορισμού τους., δηλαδή της απαρίθμησης των ιδιοτήτων που τους χαρακτηρίζουν και συγκροτούν την ταυτότητά τους. Με άλλα λόγια, το περιβάλλον δε βρίσκεται εκεί για να υποδείξει μέχρι πού εκτείνεται ο οργανισμός, αλλά απλώς υπάρχει πέρα από το σημείο όπου παύει να υπάρχει ο οργανισμός.
Οι δούλοι, τώρα, θεωρούνται αλλοποιητικοί οργανισμοί, κατά βάση εξ αιτίας του γεγονότος ότι η ύπαρξή τους ορίζεται όχι σκιαγραφώντας το προφίλ τους ευθύς εξαρχής, αλλά μόνο σε αντιδιαστολή με τους κυρίους (αυτοποιητικοί οργανισμοί). Οι δούλοι εξαρτώνται κατά κόρον από τις περιβαλλοντικές συνθήκες, σε βαθμό μάλιστα που οι εκροές τους να συναρτώνται άμεσα με τις εισροές τους. Αυτό σημαίνει ότι ένας δούλος μπορεί εύκολα να παράγει θετικά αποτελέσματα αν και μόνο αν τον τροφοδοτούμε με θετικά δεδομένα, ενώ αν υπάρξει έστω και ένα αρνητικό στοιχείο ανάμεσα στα λοιπά εισρέοντα, η ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων θα επηρεαστεί αρνητικά. Τονίζεται, επομένως, ο ρόλος που διαδραματίζει το περιβάλλον σε έναν κατά τα άλλα αδύναμο να δράσει αυτόνομα οργανισμό, έναν οργανισμό που περιορίζεται αποκλειστικά στην αντίδραση στα ερεθίσματα που δέχεται και που κατά συνέπεια μπορεί να αναπτύξει ένα ευρύτατο ρεπερτόριο συμπεριφορών, τέτοιο ώστε να καθίσταται αδύνατο να κάνουμε λόγο για αναμενόμενο αποτέλεσμα και να εγγυηθούμε ότι θα συμβεί το τάδε ή το δείνα.
Ο καθοριστικός ρόλος που διαδραματίζει το περιβάλλον σε ζητήματα που άπτονται της βιωσιμότητας ενός τέτοιου οργανισμού είναι προφανής, όπως προφανής καθίσταται και η αναγκαιότητα για έναν τέτοιο οργανισμό να προσλαμβάνει από το περιβάλλον εκείνα τα στοιχεία που θα τον οδηγήσουν στην παραγωγή καλύτερων προϊόντων, εφ’ όσον δεν δύναται να επιτύχει κάτι τέτοιο αν δεν διαθέτει ποιοτικές πρώτες ύλες στις αποθήκες του.
Ο δούλοι έτσι δεν μπορούν παρά να υποβάλλουν τους εαυτούς σε μια διαδικασία μάθησης που σχετίζεται με την επιβίωσή τους και την ανάπτυξή τους. Επαναλαμβάνουν, δηλαδή, κάποια ενέργεια σε περίπτωση που για αυτούς είχε θετικά αποτελέσματα, αναπτύσσοντας μια χρησιμοθηρική φιλοσοφία, η οποία σε ένα βαθμό μπορεί να θωρηθεί και ως παρασιτισμός.
Η αδυναμία τους, όμως, να «στέκονται στα πόδια τους» και να εγγυώνται αφ’ εαυτών ότι μπορούν να διασφαλίσουν την ύπαρξή τους, τους καθιστά διαρκώς υπόλογους στις εκάστοτε εξωτερικές δυνάμεις και έρμαια των διαφόρων περιβαλλοντικών μεταβολών. Έτσι, μαθαίνουν να επιβιώνουν υπό το καθεστώς του τρόμου και να επιζητούν ελεγχόμενα περιβάλλοντα ως καταφύγια, όπου θα τους παρέχετε η δυνατότητα να ξεκουραστούν από το συνεχή, εξωτερικά επιβεβλημένο, αδήριτο αγώνα για απόκρουση του καραδοκούντος εχθρού.
Ίσως μάλιστα να φάνταζε επιεικώς γελοίο να μιλάμε για γνωρίσματα όπως η ανεξαρτησία, η αυτονομία και η ατομικότητα, αναφερόμενοι σε δούλους, τόσο υπό τον τρόπο με τον οποίο εννοούνται από το Νίτσε, όσο και με βάση του τι συνεπάγεται η λέξη «δούλος» στην πλειοψηφία των περιπτώσεων όπου χρησιμοποιείται (εξαιρουμένης αν και όχι καθ’ ολοκληρίαν της έννοιας «Δούλος του Θεού»).
Γειά σου Μαρία,
ΑπάντησηΔιαγραφήβρέθηκα εδώ τυχαία ψάχνοντας για την αυτοποίηση και διάβασα τα ωραία σου κείμενα.
Θα σε επισκέπτομαι για νεώτερες αναρτήσεις σου
αν και βλέπω οτι από τον Μάρτιο και μετά η παραγωγή είναι πεσμένη.
;)
καλό απόγευμα
Με συγχωρείτε, δεν ξέρω πως έφτασα εδώ. Για "Φουρέιρα" googl-αρα.
ΑπάντησηΔιαγραφή