15 Μαρ 2010

Αυτοποιητικοί και Αλλοποιητικοί Οργανισμοί

Σύμφωνα με τους Χιλιανούς Βιολόγους H.Maturana και F. Varela, οι οργανισμοί διακρίνονται σε αυτοποιητικούς και αλλοποιητικούς. Πίσω από αυτούς τους αινιγματικούς για το ευρύ κοινό χαρακτηρισμούς, ανακαλύπτει κανείς ένα σύνθετο εννοιολογικό υπόβαθρο που προκύπτει από την ανάπτυξη μιας ρηξικέλευθης επιστημονικής θεωρίας, η οποία κατάφερε να επηρεάσει και άλλα πλην του πρωταρχικού της επιστημονικά πεδία, όπως αυτό της κοινωνιολογίας και του μάνατζμεντ.. Προκειμένου να καταστεί σαφές το θέμα μας και να προχωρήσει η ανάλυσή μας αποτελεσματικά, οφείλουμε, λοιπόν, να αποσαφηνίσουμε αυτούς τους όρους.

Ο όρος «Αυτοποίηση» αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι έμβιοι οργανισμοί δημιουργούν και αναδημιουργούν τον εαυτό τους και τον κόσμο τους. Είναι μία διαδικασία συντήρησης, που ισχύει τόσο για το άτομο όσο και για δομημένες ομάδες ανθρώπων. Αμφισβητεί έντονα την αλληλεπίδραση και βασικό της σημείο είναι ότι ο οργανισμός διατηρεί ένα εσωτερικό μοντέλο του κόσμου του και ταυτόχρονα θέτει τα όριά του, δημιουργώντας ένα σύνορο το οποίο αποτελεί μέρος του οργανισμού.

Ένας αυτοποιητικός οργανισμός είναι μία αυτόνομη και αυτοσυντηρούμενη μονάδα που εμπεριέχει διαδικασίες παραγωγής των μελών της. Τα μέλη, τα συστατικά αυτά στοιχεία του, μέσω των αλληλεπιδράσεων τους, παράγουν κυκλικά το ίδιο δίκτυο διαδικασιών που τα παράγει. Ένα αυτοποιητικό σύστημα λειτουργικά είναι «κλειστό» χωρίς προφανείς «εισόδους» και «εξόδους».

Τα έμβια όντα αναπαράγουν συνεχώς τον εαυτό τους και οργανώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο αυτοποιητικά. Δημιουργούνται ως ενότητες αποτελούμενες από συστατικά μέρη, τα οποία μέσω δυναμικών συσχετισμών μεταξύ τους παράγουν με τη σειρά τους τα μέσα που επιτρέπουν την αναπαραγωγή του αυτοποιητικού συστήματος. Επίσης, τα αυτοποιητικά συστήματα μέσα στο περιβάλλον στο οποίο υπάρχουν, καθορίζουν τα όρια του χώρου στο οποίο πραγματώνονται οι αλληλεπιδράσεις των μέρων τους, όρια τα οποία αποτελούν και αυτά μέρος του αυτοποιητικού συστήματος. Τα αυτοποιητικά συστήματα, με άλλα λόγια, καθορίζουν επακριβώς τα όρια τους δημιουργώντας ένα περίβλημα που τους επιτρέπει να διαφοροποιούνται από αυτό, αποτελώντας ένα αυτόνομο σχηματισμό ο οποίος θέτοντας τα όρια του εξασφαλίζει την διαφοροποίησή του από άλλα συστήματα αλλά και από το περιβάλλον του, άρα και την επιβίωσή του ως αυτόνομης μονάδας.

Φαινομενικά όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα αυτοποιητικά συστήματα αποτελούν κλειστές οργανώσεις που δεν δέχονται επιδράσεις από το εξωτερικό περιβάλλον. Όπως εύκολα μπορούμε να παρατηρήσουμε, όμως, τα έμβια συστήματα με την οργανωτική συνοχή που τα διακρίνει και που εξασφαλίζει την ενότητά τους, δεν είναι απομονωμένα από το περιβάλλον τους. Η δυναμική των αυτοποιητικών συστημάτων είναι τέτοια που καταφέρνουν να ενσωματώνουν τις διαταραχές του περιβάλλοντος τους, επιλέγοντας αυτά τα εξωτερικά ερεθίσματα που δεν αλλάζουν την οργάνωσή τους, την αυτοποιητική τους δηλαδή ταυτότητα.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που διακρίνουν έναν αυτοποιητικό οργανισμό είναι η αυτονομία, η ατομικότητα και η ανεξαρτησία. Με τη μεν πρώτη εννοούμε την ιδιότητα αυτού του είδους των οργανισμών να κυριαρχούν με την εσωτερική τους οργάνωση στις ποικίλες μεταβολές που υφίσταται το περιβάλλον, βγαίνοντας αλώβητοι από μια τέτοια αναμέτρηση. Η ατομικότητα συνίσταται στην ικανότητά τους να διατηρούν μια συνεπή και ενιαία ταυτότητα ανεξαρτήτως παρατηρητή, ενώ η ανεξαρτησία τους έχει ως αποτέλεσμα τον σαφή καθορισμό των ορίων τους, δηλαδή των «συνόρων» τους με το περιβάλλον.

Συνοψίζοντας, τα αυτοποιητικά συστήματα καταφέρνουν εξελισσόμενα ανάλογα με τις αλλαγές του περιβάλλοντός τους να προσαρμοστούν σε αυτό και να επιβιώσουν διατηρώντας παράλληλα την βασική τους οργάνωση. Τα συστήματα δεν είναι παθητικές μονάδες και οι συμπεριφορές τους εξελίσσονται κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τους. Η εξέλιξη αυτή καθορίζεται από τα ίδια τα συστήματα.
Επιδιώκοντας, τώρα, να ορίσουμε την «αλλοποίηση» και να προσδιορίσουμε τα χαρακτηριστικά ενός αλλοποιητικού οργανισμού, θα προχωρήσουμε αντιδιαστέλλοντας τους όρους αυτούς με αυτούς που περιγράψαμε ανωτέρω. Η αλλοποίηση αποτελεί διαδικασία κατά την οποία ένας οργανισμός παράγει κάτι διαφορετικό από τον εαυτό του, δηλαδή προϊόντα τα οποία είναι ανεξάρτητα από αυτόν. Ως εκ τούτου, αλλοποιητικός καλείται ο οργανισμός που παράγει προϊόντα που διαφέρουν από τα συστατικά που απαρτίζουν τον ίδιο. Κατά συνέπεια, οι αλλοποιητικοί οργανισμοί στερούνται των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων των αυτοποιητικών, τουτέστιν της αυτονομίας, της ατομικότητας και της ανεξαρτησίας. Ταυτόχρονα, οι αλλοποιητικοί οργανισμοί επηρεάζονται ως προς τη λειτουργία τους από εξωτερικούς παράγοντες, οι οποίοι μάλιστα ενδέχεται να αλλοιώσουν τη δομική τους συγκρότηση και την οργανωσιακή τους φυσιογνωμία. Τα στοιχεία του περιβάλλοντος φαίνονται, λοιπόν, ικανά να απορυθμίσουν τη λειτουργία ενός αλλοποιητικού οργανισμού, για τον οποίο υπάρχουν προφανείς είσοδοι και έξοδοι.

3 σχόλια: