Η παρουσία ενός ισχυρού «πολιτικού πολιτισμού», ενός πολιτισμού δηλαδή που χαρακτηρίζει την πόλη και διαποτίζει τις διεργασίες που πραγματοποιούνται εντός αυτής, θεωρείται αναγκαία για τη διάπλαση ενεργών πολιτών, οι οποίοι δεν λειτουργούν ως παθητικοί θεατές των κοινωνικοπολιτικών δρώμενων αλλά διαμορφώνουν με τη δράση τους τις εξελίξεις.
Ο πολιτιστικός σχεδιασμός αναδεικνύεται στην κατεύθυνση αυτή αποτελεσματικό μέσο με τον οποίο οι αρχές της πόλης απευθύνονται στον πολίτη. Τα τελευταία μάλιστα 20 χρόνια μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις στη διακυβέρνηση του αστικού χώρου και των πληθυσμών του είναι η καθολική αποδοχή της άποψης ότι η μέριμνα για την πρόσβαση στους πολιτιστικούς πόρους και την κατανάλωσή τους συνιστά κεντρικό σημείο των επιτυχημένων στρατηγικών αστικής ανάπτυξης. Η ιδέα ότι ο πολιτισμός, που πλέον διευρύνεται ως έννοια και περιλαμβάνει κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς στόχους, μπορεί να λειτουργήσει ως φορέας της αστικής οικονομικής ανάπτυξης, συνάδει με την επικρατούσα αντίληψη σύμφωνα με την οποία οι πόλεις επιζητούν την ενίσχυση της ανταγωνιστικής τους θέσης. Έτσι, ο πολιτιστικός σχεδιασμός θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ για την ανάπτυξη μιας οικονομικά επιτυχημένης πόλης, ιδίως εκείνης που αναμένεται να είναι ανταγωνιστική σε ένα παγκόσμιο δίκτυο δημιουργικών πόλεων.
Στο πνεύμα αυτό, αναπτύσσονται πρωτοβουλίες όπως η προώθηση της πολιτιστικής δραστηριότητας, η ανέγερση και διαμόρφωση χώρων πολιτισμού, αναψυχής και ψυχαγωγίας, που στοχεύουν, αφενός στην αναγέννηση του αστικού βίου και στην αναζωογόνηση της πόλης, αφετέρου επιδιώκουν την τόνωση της συμμετοχικής δημοκρατίας. Παράλληλα, παραδοσιακές μορφές δημόσιου χώρου (πάρκα, πλατείες, μνημεία και αστικά κέντρα) αναζωογονούνται μέσα από μια σειρά πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Η διασύνδεσή τους με τον πολιτισμό που συνειρμικά παραπέμπει στην αρχαιοελληνική αγορά, το ρωμαϊκό forum και τις αυλές των μοναρχών του Μεσαίωνα, συμβάλλει στη συγκρότηση μιας κοινοτικής ταυτότητας, μέσα από τη συλλογική συμμετοχή, την προαγωγή του διαλόγου και την ενδυνάμωση των κοινωνικών δεσμών.
Με την ανάπτυξη της συμβολικής οικονομίας και της οικονομίας της εμπειρίας, οι πόλεις μετατράπηκαν σε πεδία συνεχούς ροής γεγονότων που εν τέλει οδηγούν στη φεστιβαλοποίηση της πόλης και στην ανάπτυξη της φεστιβαλικής αγοράς. Η επωνυμία των πόλεων που συνδέθηκε κατά το παρελθόν με την εγκατάλειψη ενός βιομηχανικού παρελθόντος, σήμερα σχετίζεται με τον εμπλουτισμό του βιομηχανικού τοπίου με παγκοσμίως γνωστούς προορισμούς τέχνης και διασκέδασης, που εντάσσονται στην «πόλη της φαντασίας» (fantasy city). Για παράδειγμα, το Εδιμβούργο χρησιμοποιεί την ιστορική του ατμόσφαιρα για να παρουσιαστεί ως η πόλη των φεστιβάλ, παρά ως πρωτεύουσα της Σκοτίας, προσφέροντας μια μοναδική πρόταση πώλησης, δημιουργικότητας αλλά και κληρονομιάς.
Η ευρεία χρήση εορταστικών γεγονότων (festive promotion) στο μάνατζμεντ των πόλεων ερμηνεύεται τόσο ως οικονομική στρατηγική, για την καταπολέμηση των φθοροποιών επιδράσεων της παγκοσμιοποίησης στις τοπικές οικονομίες, αλλά και ως κοινωνική στρατηγική για την αντιμετώπιση της εντεινόμενης αποξένωσης και ανασφάλειας που υφίσταται στη δημόσια σφαίρα.
Οι πολιτικές ανάπτυξης των πόλεων βασίζονται στα φεστιβάλ, καθώς τα τελευταία εκλαμβάνονται ως συστατικά της αστικής αισθητικής δομής στο πλαίσιο των ευρύτερων διαδικασιών σχεδιασμού, αρχιτεκτονικής και σχεδίου. Θεωρούνται δε καταλύτες της αστικής ανανέωσης, προσελκύοντας τουρίστες και επενδυτικά κεφάλαια, εμπλουτίζοντας την εικόνα μιας πόλης, ενισχύοντας την τοπική υπερηφάνεια, θεμελιώνοντας την πολιτιστική ταυτότητα και δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας.
Στις μέρες μας, πιστεύεται ότι οι στρατηγικές που βασίζονται σε γεγονότα συνεισφέρουν σημαντικά στην επίτευξη των στόχων της τοπικής αυτοδιοίκησης (π.χ. περιπτώσεις Πολιτιστικών πρωτεουσών). Στο πλαίσιο αυτό, η τοπική αυτοδιοίκηση καλείται να αποφασίζει εάν, πότε, σε ποιο βαθμό και πώς θα διοργανωθεί ένα φεστιβάλ αλλά και παράσχει όλο και συχνότερα την υποστήριξή της προκειμένου να επιτύχει ορισμένους από τους σκοπούς της.
Τη δυναμική αυτή των φεστιβάλ η τοπική αυτοδιοίκηση δεν καταφέρνει βέβαια να αξιοποιήσει σε όλες τις περιπτώσεις. Ουκ ολίγα είναι τα παραδείγματα αρχών των πόλεων που παραβλέπουν την κοινωνική αξία των φεστιβάλ και τα ερμηνεύουν απλώς ως οχήματα της οικονομικής παραγωγής ή ως ανώδυνες λύσεις στα προβλήματα της εικόνας της πόλης. Η χρηματοδότηση και η με κάθε άλλο μέσο υποστήριξή τους βασίζεται δε συχνά στο μέγεθος της προσέλευσης του κοινού και την οικονομική απόδοση των φεστιβάλ και όχι στην επίτευξη άλλων σκοπών.
Στον αντίποδά τους υπάρχουν και φωτεινές εξαιρέσεις που αντιμετωπίζουν τα φεστιβάλ όχι απλώς ως καλλιτεχνικές ενότητες αλλά ως αυτονόητο για την τοπική ανάπτυξη και την αναζωογόνηση της πόλης. Οι μεγάλες αυτές διακυμάνσεις δικαιολογούνται αν λάβουμε υπ’ όψη την έντονες διαφορές ως προς το περιεχόμενο της πολιτιστικής πολιτικής που εφαρμόζουν οι δημοτικές αρχές, με τις πλέον ριζοσπαστικές και «πολιτιστικά ευαίσθητες» να πρεσβεύουν ότι κάθε δημοτικός προϋπολογισμός πρέπει να ξεκινά από τον πολιτισμό και τις πλέον συντηρητικές να θεωρούν την πολιτιστική δυνατότητα υποχρέωση του δήμου που πολλές φορές ταυτίζεται με το δωρεάν.
http://www.citybranding.gr/2010/05/blog-post_20.html
ΑπάντησηΔιαγραφή