Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, αποτελεί θεμελιώδη θεσμό του δημόσιου βίου των Ελλήνων, όπως αυτός κατοχυρώνεται από τις διατάξεις του άρθρου 102 του Συντάγματος και του Ευρωπαϊκού Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας που κυρώθηκε με το ν. 1850/1989 (ΦΕΚ 144Α΄). Σύμφωνα με το Δημοτικό και Κοινοτικό Κώδικα Ν. 3463/2006 (ΦΕΚ Α’114), οι Δήμοι και οι Κοινότητες συγκροτούν τους Οργανισμούς του Πρώτου Βαθμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης[1].
Οι τοπικές και περιφερειακές αρχές αφενός μεταδίδουν τις αξίες του πολιτισμού, μέσα από το ενδιαφέρον τους για την πολιτιστική κληρονομιά, για την οποία είναι συχνά υπεύθυνες, μέσα από την εγγύτητά τους στο μη θεσμικό τομέα, μέσα από τον τρόπο με τον οποίο διατηρούν, ενσωματώνουν και στις καλύτερες των περιπτώσεων ανακαλύπτουν εκ νέου την παράδοση καθώς πρωταγωνιστούν στη δημόσια σφαίρα, μέσα από την προσωπική αντίληψη διαφορετικών στοιχείων του πληθυσμού. Αφετέρου είναι οι βασικοί μεσολαβητές μεταξύ του πολίτη, της τέχνης και του πολιτισμού (Les Recontres, 2004:10)[2] όντας οι πλέον κατάλληλες για να επιτρέψουν σε καλλιτέχνες, νέες φόρμες και πρακτικές να αναδυθούν (Les Recontres, 2004:10)[3].
Το μέγεθος και ο χαρακτήρας της παρέμβασης των δημοτικών αρχών στο πολιτιστικό επίπεδο δεν υπάγονται σε κάποιο γενικό κανόνα. Ως εκ τούτου, παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις από περιοχή σε περιοχή. Προκύπτει όμως ότι η διαμόρφωσή τους καθορίζεται από τις εξής μεταβλητές:
i. τις εθνικές στάσεις απέναντι στον πολιτισμό και την πολιτιστική πολιτική
ii. την ιδεολογία των τοπικών αρχόντων
iii. τα επίπεδα της τοπικής αυτονομίας
iv. την ικανότητα προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων από την περιοχή
v. τη διαμόρφωση της γεωγραφίας των εθνικών πολιτιστικών οικονομιών
vi. το μέγεθος και τη φύση της τοπικής αγοράς και
vii. την επίδραση ξένων μοντέλων πολιτιστικής πολιτικής (Bianchini, 1994:19).
Η αποκεντρωτική τάση στην κατανομή των αρμοδιοτήτων των φορέων της πολιτιστικής διοίκησης κερδίζει έδαφος σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Rasky & Perez, 1996, Κόνσολα, 1990:107-112, Ca’Zorzi, 1987:7), καθώς συνδέεται και με κύριους σκοπούς της πολιτιστικής πολιτικής τους, την πολιτιστική περιφερειακή ανάπτυξη και την πολιτιστική δημοκρατία (Κόνσολα, 2000:60). Ο ρόλος των τοπικών και περιφερειακών πολιτιστικών πολιτικών συνίσταται στην εξασφάλιση μιας πλούσιας, ποικίλης και τοπικά συγκεκριμένης πολιτιστικής ζωής στο μέγιστο δυνατό αριθμό πόλεων (Les Recontres, 2004:22)[4].
Στη χώρα μας, μετά τη μεταπολίτευση, το τοπίο διαμορφώνουν οι προσπάθειες ίδρυσης και ενίσχυσης οργανισμών που λειτουργούν υπό την αιγίδα της κεντρικής διοίκησης και δευτερευόντως η ανάθεση του έργου της χρηματοδότησης και της υλοποίησης δράσεων για την πολιτιστική ανάπτυξη στην τοπική αυτοδιοίκηση. Πέραν της προστασίας των αρχαιολογικών χώρων και των μουσείων, τα οποία παραμένουν υπό τον άμεσο έλεγχο του Υπουργείου Πολιτισμού, η πλειοψηφία των έργων υποδομής και λειτουργικών προγραμμάτων σχετικών με τον πολιτισμό (όπως η διοργάνωση φεστιβάλ) ελέγχεται και χρηματοδοτείται από τις τοπικές αρχές[5]. Παρατηρείται, δηλαδή, μια διαχρονικά αυξανόμενη τάση για προσφορά πολιτιστικών υπηρεσιών από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι οποίοι αξιοποίησαν τη σταδιακή μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και πόρων από την κεντρική διοίκηση στην περιφέρεια και διεύρυναν τις αρμοδιότητές τους (ίδρυση πολιτιστικών κέντρων, δημοτικών ωδείων, φιλαρμονικών, πινακοθηκών, κινηματογράφων, επιχειρήσεων πολιτιστικής ανάπτυξης κ.α.)(Κόνσολα, 2000:86).
Το Υπουργείο Πολιτισμού παρέχει υποστήριξη για την περιφερειακή πολιτιστική ανάπτυξη, μέσω των οργανισμών που εποπτεύει. Περιφερειακοί θεατρικοί οργανισμοί, δημοτικοί κινηματογράφοι, πολιτιστικά κέντρα και άλλοι παρόμοιοι οργανισμοί συγχρηματοδοτούνται από το Υπουργείο και λειτουργούν σύμφωνα με τις μακροχρόνιες προγραμματικές συμβάσεις μεταξύ Υπουργείου και Δήμων. Τέτοιοι οργανισμοί κατά κανόνα λειτουργούν ως υπηρεσίες τοπικής διακυβέρνησης, υπό τον αποτελεσματικό διαχειριστικό του έλεγχο.
Οι τρέχουσες πολιτικές βασίζονται στον επαναπροσδιορισμό μεταξύ εθνικού και τοπικού - περιφερειακού επιπέδου, κυρίως επί τη βάση των εθνικών πρωτοβουλιών όσον αφορά στις τέχνες και την πολιτιστική κληρονομιά. Η κυβέρνηση διατηρεί έναν προνομιούχο παρεμβατικό ρόλο στην ίδρυση και την εφαρμογή των πολιτικών προτεραιοτήτων για τον πολιτισμό, ιδίως στον πεδίο της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και τη σύγχρονη δημιουργία, την πρόσβαση και την οικονομική αξιοποίηση των τεχνών. Παρόλα αυτά, η ανάπτυξη και η εφαρμογή συγκεκριμένων προγραμμάτων έχει υπαχθεί στις αρμοδιότητες των τομεακών και τοπικών οργανισμών. Η τοπική αυτοδιοίκηση εναρμονίζεται με τις προτεραιότητες της κεντρικής διοίκησης προκειμένου να εξασφαλίζει πόρους από τους οικείους προϋπολογισμούς (Dallas, 2007).
Με το Π.Δ. 347 / 86 για τη «μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στους Νομάρχες και στις Περιφερειακές αρχές διανομαρχιακού επιπέδου» (αρθ. 1, παρ. 5), μεταβιβάζονται στους Νομάρχες αρμοδιότητες του Υπουργείου Πολιτισμού όπως η επιχορήγηση πολιτιστικών σωματείων και σωματείων για την οργάνωση λαογραφικών εκδηλώσεων, χορευτικών συγκροτημάτων και λογοτεχνικών σωματείων, η ίδρυση και λειτουργία ερασιτεχνικών σχολών καλλιτεχνικής εκπαίδευσης και η διοικητική εποπτεία βιβλιοθηκών, ιστορικών αρχείων και μουσείων (Κόνσολα,1990:84).
Στις αρμοδιότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης της χώρας που συνδέονται με τον πολιτισμό περιήλθε επιπλέον η ανάληψη πρωτοβουλιών, ο συντονισμός της πολιτιστικής δημιουργίας, η ενεργοποίηση της συμμετοχής των πολιτών, καθώς επίσης η εξασφάλιση των απαιτούμενων πόρων. Οι κυριότεροι τομείς στους οποίους μπορούμε να διακρίνουμε τις ενέργειες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης που αφορούν στον πολιτισμό είναι: το θέατρο, η μουσική, ο χορός, οι εικαστικές τέχνες, ο κινηματογράφος, η καλλιτεχνική εκπαίδευση, τα γράμματα, ο λαϊκός πολιτισμός, τα πνευματικά κέντρα, τα συνέδρια και τα φεστιβάλ (Κόνσολα, 1990:39).
Σύμφωνα με το νέο κώδικα δήμων και κοινοτήτων (ν.3463/2006), ο πολιτισμός αποτελεί έναν από τους 7 τομείς αρμοδιοτήτων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης που συστηματοποιούνται και ενισχύονται, καθώς αναβαθμίζεται η συμβολή τους στην πολιτιστική ανάπτυξη των περιοχών τους (Παυλόπουλος, 2007). Ειδικότερα, βάσει του άρθρου 75, ενθαρρύνεται η ίδρυση πολιτιστικών και πνευματικών κέντρων, καλλιτεχνικών συνόλων, αλλά και η μελέτη και εφαρμογή προγραμμάτων, η διοργάνωση συναυλιών, θεατρικών παραστάσεων και εκδηλώσεων, προωθούνται οι πολιτιστικές ανταλλαγές σε διεθνές επίπεδο, προβλέπεται η αποφασιστική συμμετοχή της τοπικής αυτοδιοίκησης στην ανάπτυξη του τοπικού πολιτιστικού τουρισμού, ενώ της παρέχεται η δυνατότητα ανάληψης της συντήρησης και αξιοποίησης παραδοσιακών και ιστορικών κτιρίων.
Η επίτευξη όλων των παραπάνω προϋποθέτει σαφώς τη συνεργασία της τοπικής αυτοδιοίκησης με τον δημόσιο, ιδιωτικό και εθελοντικό τομέα (Μερκούρη, 1993: 79)[6]. Απαιτούνται πιο ευέλικτα και ευαίσθητα δημοτικά συστήματα προγραμματισμού και ικανότητες για να ξεπεραστούν τα διοικητικά εμπόδια και η γραφειοκρατική οργάνωση. Ο αναθεωρημένος και επικεντρωμένος ρόλος των δημοτικών αρχών πρέπει να συνδέεται με μηχανισμούς που εναρμονίζουν την ατζέντα και τους πόρους του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα[7].
Συνοψίζοντας, οι λειτουργίες που επιτελεί η τοπική αυτοδιοίκηση, σε σχέση με τον πολιτισμό, συνίστανται στις εξής:
i. οικονομική και ηθική στήριξη πολιτιστικών πρωτοβουλιών που αναλαμβάνουν ομόλογοι φορείς ή πρόσωπα
ii. άμεση ή έμμεση παραγωγή πολιτιστικών αγαθών
iii. παροχή του πλαισίου για τη σύλληψη και την προώθηση ενός σχεδίου πολιτιστικής πολιτικής (Νούτσος, 2005:Β43)
Πώς δικαιολογείται όμως η εκχώρηση εξουσιών που αφορούν στον πολιτισμό από την κεντρική διοίκηση στην τοπική αυτοδιοίκηση; Ορισμένοι θεωρούν ότι πρόκειται για μια σχέση «φυσική», καθώς δε χρειάζεται καμία προϋπόθεση ή επιφύλαξη για να νομιμοποιηθεί η σχέση της κουλτούρας με την τοπική αυτοδιοίκηση, σε αντίθεση με την κρατική παρέμβαση η οποία πρέπει να συνοδεύεται από προϋποθέσεις (Αθανασόπουλος, 1994:21). Η «φυσικότητα» αυτή έλκεται από το γεγονός ότι ο δομημένος χώρος που συνδέεται με την έννοια της τοπικής αυτοδιοίκησης εκλαμβάνεται ως θεμελιώδες στοιχείο της πολιτισμένης ανθρώπινης ύπαρξης (Αθανασόπουλος, 1994:21), καθιστώντας υπεύθυνους τους δημοτικούς άρχοντες όσον αφορά στη διαμόρφωση της πολιτιστικής ταυτότητας της περιοχής τους. Η τελευταία καθορίζεται από μια σειρά παραγόντων που διαφοροποιούνται σε διαπεριφερειακή βάση και σχετίζονται με την ιστορία, τις παραδόσεις, τη σύγχρονη καλλιτεχνική και πνευματική παραγωγή, το φυσικό περιβάλλον, την αστική ή αγροτική κοινωνική διάρθρωση κ.λ.π. (Κόνσολα, 1990:30).
Η γενική αυτή τάση για διεύρυνση της εξουσίας των περιφερειακών διοικητικών μονάδων συνάδει με το σύστημα της πολιτιστικής δημοκρατίας (cultural democracy), το οποίο διατυπώθηκε για πρώτη φορά στα πλαίσια της διακυβερνητικής διάσκεψης για τις πολιτιστικές πολιτικές στην Ευρώπη το 1972 στο Ελσίνκι. Σύμφωνα με αυτό, οι πολιτιστικές πρωτοβουλίες δεν εκπορεύονται από τις κεντρικές αρχές, αλλά αποτελούν αποκεντρωμένες δραστηριότητες (Κόνσολα, 1990:72). Οι πρωτοβουλίες αυτές διαμορφώνονται ανάμεσα στον πληθυσμό τοπικών κοινοτήτων που ζητά βοήθεια από τα διάφορα επίπεδα του πολιτικού συστήματος, προκειμένου να εφαρμόσει τα πολιτιστικά του σχέδια (Bassand, 1986:70).
Στις μέρες μας, όσον αφορά στην οργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησης και τη στάση της απέναντι στον πολιτισμό κυριαρχεί ο εμπλουτισμός των οικείων τμημάτων, τα οποία παραδοσιακά ήταν αρμόδια για κοινωνικά, οικονομικά, πολιτιστικά και εκπαιδευτικά ζητήματα, με αρμοδιότητες γραφείων τουριστικής και οικονομικής ανάπτυξης (Grodach & Loukaitou-Sideris, 2007:351). Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με τη σπουδή των δημοτικών αρχών να επενδύσουν σε εγκαταστάσεις πολιτισμού και αναψυχής (Eisinger, 2000:317) διαμορφώνει το ισχύον πλαίσιο λήψης αποφάσεων και ανάληψης δράσεων της τοπικής αυτοδιοίκησης σε σχέση με τον πολιτισμό.
Η αποτελεσματικότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης ως προς τη χάραξη και την υλοποίηση της πολιτιστικής πολιτικής δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να θεωρείται δεδομένη. Με άλλα λόγια, το έργο και η προσφορά της τοπικής αυτοδιοίκησης στην κατεύθυνση της προώθησης του πολιτισμού περιγράφεται ως ένα συνεχές με πολυάριθμες διαβαθμίσεις μεταξύ των διαφόρων περιοχών και δημοτικών αρχών. Στο ένα άκρο, υπάρχουν οι δημοτικές αρχές και οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης που ανάγουν τον πολιτιστικό τομέα σε πρώτη προτεραιότητα, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι κάθε δημοτικός προϋπολογισμός πρέπει να ξεκινά από τον πολιτισμό (Μπένος, 2002:56). Στο άλλο άκρο, συναντάμε τους υποστηρικτές της άποψης ότι η πολιτιστική δυνατότητα αποτελεί υποχρέωση του δήμου και η υποχρέωση αυτή, πολλές φορές ταυτίζεται με το δωρεάν (Γασπαρινάτος, 2002:216).
Προκύπτει, δηλαδή, ότι η αποκέντρωση εξουσιών που άπτονται του πολιτισμού στις τοπικές αρχές, παρότι θεωρητικά προωθήθηκε με σκοπό την τόνωση της πολιτιστικής ζωής της περιφέρειας και την ενθάρρυνση της συμμετοχής της κοινότητας στον πολιτιστικό προγραμματισμό, περιέπλεξε κατά πολύ τις διαδικασίες, κυρίως λόγω της πολυδιάσπασης όσον αφορά στις προσεγγίσεις περί πολιτισμού από περιοχή σε περιοχή και από δημοτική αρχή σε δημοτική αρχή.
[1] http://www.eetaa.gr/nomothesia/dkk3463/index.html
[2] Les Rencontres, Association of European Cities and Regions for Culture (2004) Green Paper on the Cultural Policies of Local and Regional Authorities in Europe, http://www.lesrencontres.eu/images/stories/pdf/livrevertgbplanches.pdf
[3] Les Rencontres, Association of European Cities and Regions for Culture (2004) Green Paper on the Cultural Policies of Local and Regional Authorities in Europe, http://www.lesrencontres.eu/images/stories/pdf/livrevertgbplanches.pdf
[4] Les Rencontres, Association of European Cities and Regions for Culture (2004) Green Paper on the Cultural Policies of Local and Regional Authorities in Europe, http://www.lesrencontres.eu/images/stories/pdf/livrevertgbplanches.pdf
[5] Council of Europe ERI Carts “Compendium of Cultural Policies and Trends in Europe, 7th Edition 2006 (http://www.culturalpolicies.net/)
[6] Εισήγηση στο συνέδριο της Ύδρας, Πολιτισμός και τοπική αυτοδιοίκηση. Συμπεράσματα συνεδρίου, 1993 Μ. Μερκούρη σελ. 79.
[7] City of Torondo (2008) Creative city planning framework: a supporting document to the agenda for prosperity, prospectus for a great city, 7.
Οι τοπικές και περιφερειακές αρχές αφενός μεταδίδουν τις αξίες του πολιτισμού, μέσα από το ενδιαφέρον τους για την πολιτιστική κληρονομιά, για την οποία είναι συχνά υπεύθυνες, μέσα από την εγγύτητά τους στο μη θεσμικό τομέα, μέσα από τον τρόπο με τον οποίο διατηρούν, ενσωματώνουν και στις καλύτερες των περιπτώσεων ανακαλύπτουν εκ νέου την παράδοση καθώς πρωταγωνιστούν στη δημόσια σφαίρα, μέσα από την προσωπική αντίληψη διαφορετικών στοιχείων του πληθυσμού. Αφετέρου είναι οι βασικοί μεσολαβητές μεταξύ του πολίτη, της τέχνης και του πολιτισμού (Les Recontres, 2004:10)[2] όντας οι πλέον κατάλληλες για να επιτρέψουν σε καλλιτέχνες, νέες φόρμες και πρακτικές να αναδυθούν (Les Recontres, 2004:10)[3].
Το μέγεθος και ο χαρακτήρας της παρέμβασης των δημοτικών αρχών στο πολιτιστικό επίπεδο δεν υπάγονται σε κάποιο γενικό κανόνα. Ως εκ τούτου, παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις από περιοχή σε περιοχή. Προκύπτει όμως ότι η διαμόρφωσή τους καθορίζεται από τις εξής μεταβλητές:
i. τις εθνικές στάσεις απέναντι στον πολιτισμό και την πολιτιστική πολιτική
ii. την ιδεολογία των τοπικών αρχόντων
iii. τα επίπεδα της τοπικής αυτονομίας
iv. την ικανότητα προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων από την περιοχή
v. τη διαμόρφωση της γεωγραφίας των εθνικών πολιτιστικών οικονομιών
vi. το μέγεθος και τη φύση της τοπικής αγοράς και
vii. την επίδραση ξένων μοντέλων πολιτιστικής πολιτικής (Bianchini, 1994:19).
Η αποκεντρωτική τάση στην κατανομή των αρμοδιοτήτων των φορέων της πολιτιστικής διοίκησης κερδίζει έδαφος σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Rasky & Perez, 1996, Κόνσολα, 1990:107-112, Ca’Zorzi, 1987:7), καθώς συνδέεται και με κύριους σκοπούς της πολιτιστικής πολιτικής τους, την πολιτιστική περιφερειακή ανάπτυξη και την πολιτιστική δημοκρατία (Κόνσολα, 2000:60). Ο ρόλος των τοπικών και περιφερειακών πολιτιστικών πολιτικών συνίσταται στην εξασφάλιση μιας πλούσιας, ποικίλης και τοπικά συγκεκριμένης πολιτιστικής ζωής στο μέγιστο δυνατό αριθμό πόλεων (Les Recontres, 2004:22)[4].
Στη χώρα μας, μετά τη μεταπολίτευση, το τοπίο διαμορφώνουν οι προσπάθειες ίδρυσης και ενίσχυσης οργανισμών που λειτουργούν υπό την αιγίδα της κεντρικής διοίκησης και δευτερευόντως η ανάθεση του έργου της χρηματοδότησης και της υλοποίησης δράσεων για την πολιτιστική ανάπτυξη στην τοπική αυτοδιοίκηση. Πέραν της προστασίας των αρχαιολογικών χώρων και των μουσείων, τα οποία παραμένουν υπό τον άμεσο έλεγχο του Υπουργείου Πολιτισμού, η πλειοψηφία των έργων υποδομής και λειτουργικών προγραμμάτων σχετικών με τον πολιτισμό (όπως η διοργάνωση φεστιβάλ) ελέγχεται και χρηματοδοτείται από τις τοπικές αρχές[5]. Παρατηρείται, δηλαδή, μια διαχρονικά αυξανόμενη τάση για προσφορά πολιτιστικών υπηρεσιών από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι οποίοι αξιοποίησαν τη σταδιακή μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και πόρων από την κεντρική διοίκηση στην περιφέρεια και διεύρυναν τις αρμοδιότητές τους (ίδρυση πολιτιστικών κέντρων, δημοτικών ωδείων, φιλαρμονικών, πινακοθηκών, κινηματογράφων, επιχειρήσεων πολιτιστικής ανάπτυξης κ.α.)(Κόνσολα, 2000:86).
Το Υπουργείο Πολιτισμού παρέχει υποστήριξη για την περιφερειακή πολιτιστική ανάπτυξη, μέσω των οργανισμών που εποπτεύει. Περιφερειακοί θεατρικοί οργανισμοί, δημοτικοί κινηματογράφοι, πολιτιστικά κέντρα και άλλοι παρόμοιοι οργανισμοί συγχρηματοδοτούνται από το Υπουργείο και λειτουργούν σύμφωνα με τις μακροχρόνιες προγραμματικές συμβάσεις μεταξύ Υπουργείου και Δήμων. Τέτοιοι οργανισμοί κατά κανόνα λειτουργούν ως υπηρεσίες τοπικής διακυβέρνησης, υπό τον αποτελεσματικό διαχειριστικό του έλεγχο.
Οι τρέχουσες πολιτικές βασίζονται στον επαναπροσδιορισμό μεταξύ εθνικού και τοπικού - περιφερειακού επιπέδου, κυρίως επί τη βάση των εθνικών πρωτοβουλιών όσον αφορά στις τέχνες και την πολιτιστική κληρονομιά. Η κυβέρνηση διατηρεί έναν προνομιούχο παρεμβατικό ρόλο στην ίδρυση και την εφαρμογή των πολιτικών προτεραιοτήτων για τον πολιτισμό, ιδίως στον πεδίο της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και τη σύγχρονη δημιουργία, την πρόσβαση και την οικονομική αξιοποίηση των τεχνών. Παρόλα αυτά, η ανάπτυξη και η εφαρμογή συγκεκριμένων προγραμμάτων έχει υπαχθεί στις αρμοδιότητες των τομεακών και τοπικών οργανισμών. Η τοπική αυτοδιοίκηση εναρμονίζεται με τις προτεραιότητες της κεντρικής διοίκησης προκειμένου να εξασφαλίζει πόρους από τους οικείους προϋπολογισμούς (Dallas, 2007).
Με το Π.Δ. 347 / 86 για τη «μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στους Νομάρχες και στις Περιφερειακές αρχές διανομαρχιακού επιπέδου» (αρθ. 1, παρ. 5), μεταβιβάζονται στους Νομάρχες αρμοδιότητες του Υπουργείου Πολιτισμού όπως η επιχορήγηση πολιτιστικών σωματείων και σωματείων για την οργάνωση λαογραφικών εκδηλώσεων, χορευτικών συγκροτημάτων και λογοτεχνικών σωματείων, η ίδρυση και λειτουργία ερασιτεχνικών σχολών καλλιτεχνικής εκπαίδευσης και η διοικητική εποπτεία βιβλιοθηκών, ιστορικών αρχείων και μουσείων (Κόνσολα,1990:84).
Στις αρμοδιότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης της χώρας που συνδέονται με τον πολιτισμό περιήλθε επιπλέον η ανάληψη πρωτοβουλιών, ο συντονισμός της πολιτιστικής δημιουργίας, η ενεργοποίηση της συμμετοχής των πολιτών, καθώς επίσης η εξασφάλιση των απαιτούμενων πόρων. Οι κυριότεροι τομείς στους οποίους μπορούμε να διακρίνουμε τις ενέργειες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης που αφορούν στον πολιτισμό είναι: το θέατρο, η μουσική, ο χορός, οι εικαστικές τέχνες, ο κινηματογράφος, η καλλιτεχνική εκπαίδευση, τα γράμματα, ο λαϊκός πολιτισμός, τα πνευματικά κέντρα, τα συνέδρια και τα φεστιβάλ (Κόνσολα, 1990:39).
Σύμφωνα με το νέο κώδικα δήμων και κοινοτήτων (ν.3463/2006), ο πολιτισμός αποτελεί έναν από τους 7 τομείς αρμοδιοτήτων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης που συστηματοποιούνται και ενισχύονται, καθώς αναβαθμίζεται η συμβολή τους στην πολιτιστική ανάπτυξη των περιοχών τους (Παυλόπουλος, 2007). Ειδικότερα, βάσει του άρθρου 75, ενθαρρύνεται η ίδρυση πολιτιστικών και πνευματικών κέντρων, καλλιτεχνικών συνόλων, αλλά και η μελέτη και εφαρμογή προγραμμάτων, η διοργάνωση συναυλιών, θεατρικών παραστάσεων και εκδηλώσεων, προωθούνται οι πολιτιστικές ανταλλαγές σε διεθνές επίπεδο, προβλέπεται η αποφασιστική συμμετοχή της τοπικής αυτοδιοίκησης στην ανάπτυξη του τοπικού πολιτιστικού τουρισμού, ενώ της παρέχεται η δυνατότητα ανάληψης της συντήρησης και αξιοποίησης παραδοσιακών και ιστορικών κτιρίων.
Η επίτευξη όλων των παραπάνω προϋποθέτει σαφώς τη συνεργασία της τοπικής αυτοδιοίκησης με τον δημόσιο, ιδιωτικό και εθελοντικό τομέα (Μερκούρη, 1993: 79)[6]. Απαιτούνται πιο ευέλικτα και ευαίσθητα δημοτικά συστήματα προγραμματισμού και ικανότητες για να ξεπεραστούν τα διοικητικά εμπόδια και η γραφειοκρατική οργάνωση. Ο αναθεωρημένος και επικεντρωμένος ρόλος των δημοτικών αρχών πρέπει να συνδέεται με μηχανισμούς που εναρμονίζουν την ατζέντα και τους πόρους του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα[7].
Συνοψίζοντας, οι λειτουργίες που επιτελεί η τοπική αυτοδιοίκηση, σε σχέση με τον πολιτισμό, συνίστανται στις εξής:
i. οικονομική και ηθική στήριξη πολιτιστικών πρωτοβουλιών που αναλαμβάνουν ομόλογοι φορείς ή πρόσωπα
ii. άμεση ή έμμεση παραγωγή πολιτιστικών αγαθών
iii. παροχή του πλαισίου για τη σύλληψη και την προώθηση ενός σχεδίου πολιτιστικής πολιτικής (Νούτσος, 2005:Β43)
Πώς δικαιολογείται όμως η εκχώρηση εξουσιών που αφορούν στον πολιτισμό από την κεντρική διοίκηση στην τοπική αυτοδιοίκηση; Ορισμένοι θεωρούν ότι πρόκειται για μια σχέση «φυσική», καθώς δε χρειάζεται καμία προϋπόθεση ή επιφύλαξη για να νομιμοποιηθεί η σχέση της κουλτούρας με την τοπική αυτοδιοίκηση, σε αντίθεση με την κρατική παρέμβαση η οποία πρέπει να συνοδεύεται από προϋποθέσεις (Αθανασόπουλος, 1994:21). Η «φυσικότητα» αυτή έλκεται από το γεγονός ότι ο δομημένος χώρος που συνδέεται με την έννοια της τοπικής αυτοδιοίκησης εκλαμβάνεται ως θεμελιώδες στοιχείο της πολιτισμένης ανθρώπινης ύπαρξης (Αθανασόπουλος, 1994:21), καθιστώντας υπεύθυνους τους δημοτικούς άρχοντες όσον αφορά στη διαμόρφωση της πολιτιστικής ταυτότητας της περιοχής τους. Η τελευταία καθορίζεται από μια σειρά παραγόντων που διαφοροποιούνται σε διαπεριφερειακή βάση και σχετίζονται με την ιστορία, τις παραδόσεις, τη σύγχρονη καλλιτεχνική και πνευματική παραγωγή, το φυσικό περιβάλλον, την αστική ή αγροτική κοινωνική διάρθρωση κ.λ.π. (Κόνσολα, 1990:30).
Η γενική αυτή τάση για διεύρυνση της εξουσίας των περιφερειακών διοικητικών μονάδων συνάδει με το σύστημα της πολιτιστικής δημοκρατίας (cultural democracy), το οποίο διατυπώθηκε για πρώτη φορά στα πλαίσια της διακυβερνητικής διάσκεψης για τις πολιτιστικές πολιτικές στην Ευρώπη το 1972 στο Ελσίνκι. Σύμφωνα με αυτό, οι πολιτιστικές πρωτοβουλίες δεν εκπορεύονται από τις κεντρικές αρχές, αλλά αποτελούν αποκεντρωμένες δραστηριότητες (Κόνσολα, 1990:72). Οι πρωτοβουλίες αυτές διαμορφώνονται ανάμεσα στον πληθυσμό τοπικών κοινοτήτων που ζητά βοήθεια από τα διάφορα επίπεδα του πολιτικού συστήματος, προκειμένου να εφαρμόσει τα πολιτιστικά του σχέδια (Bassand, 1986:70).
Στις μέρες μας, όσον αφορά στην οργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησης και τη στάση της απέναντι στον πολιτισμό κυριαρχεί ο εμπλουτισμός των οικείων τμημάτων, τα οποία παραδοσιακά ήταν αρμόδια για κοινωνικά, οικονομικά, πολιτιστικά και εκπαιδευτικά ζητήματα, με αρμοδιότητες γραφείων τουριστικής και οικονομικής ανάπτυξης (Grodach & Loukaitou-Sideris, 2007:351). Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με τη σπουδή των δημοτικών αρχών να επενδύσουν σε εγκαταστάσεις πολιτισμού και αναψυχής (Eisinger, 2000:317) διαμορφώνει το ισχύον πλαίσιο λήψης αποφάσεων και ανάληψης δράσεων της τοπικής αυτοδιοίκησης σε σχέση με τον πολιτισμό.
Η αποτελεσματικότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης ως προς τη χάραξη και την υλοποίηση της πολιτιστικής πολιτικής δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να θεωρείται δεδομένη. Με άλλα λόγια, το έργο και η προσφορά της τοπικής αυτοδιοίκησης στην κατεύθυνση της προώθησης του πολιτισμού περιγράφεται ως ένα συνεχές με πολυάριθμες διαβαθμίσεις μεταξύ των διαφόρων περιοχών και δημοτικών αρχών. Στο ένα άκρο, υπάρχουν οι δημοτικές αρχές και οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης που ανάγουν τον πολιτιστικό τομέα σε πρώτη προτεραιότητα, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι κάθε δημοτικός προϋπολογισμός πρέπει να ξεκινά από τον πολιτισμό (Μπένος, 2002:56). Στο άλλο άκρο, συναντάμε τους υποστηρικτές της άποψης ότι η πολιτιστική δυνατότητα αποτελεί υποχρέωση του δήμου και η υποχρέωση αυτή, πολλές φορές ταυτίζεται με το δωρεάν (Γασπαρινάτος, 2002:216).
Προκύπτει, δηλαδή, ότι η αποκέντρωση εξουσιών που άπτονται του πολιτισμού στις τοπικές αρχές, παρότι θεωρητικά προωθήθηκε με σκοπό την τόνωση της πολιτιστικής ζωής της περιφέρειας και την ενθάρρυνση της συμμετοχής της κοινότητας στον πολιτιστικό προγραμματισμό, περιέπλεξε κατά πολύ τις διαδικασίες, κυρίως λόγω της πολυδιάσπασης όσον αφορά στις προσεγγίσεις περί πολιτισμού από περιοχή σε περιοχή και από δημοτική αρχή σε δημοτική αρχή.
[1] http://www.eetaa.gr/nomothesia/dkk3463/index.html
[2] Les Rencontres, Association of European Cities and Regions for Culture (2004) Green Paper on the Cultural Policies of Local and Regional Authorities in Europe, http://www.lesrencontres.eu/images/stories/pdf/livrevertgbplanches.pdf
[3] Les Rencontres, Association of European Cities and Regions for Culture (2004) Green Paper on the Cultural Policies of Local and Regional Authorities in Europe, http://www.lesrencontres.eu/images/stories/pdf/livrevertgbplanches.pdf
[4] Les Rencontres, Association of European Cities and Regions for Culture (2004) Green Paper on the Cultural Policies of Local and Regional Authorities in Europe, http://www.lesrencontres.eu/images/stories/pdf/livrevertgbplanches.pdf
[5] Council of Europe ERI Carts “Compendium of Cultural Policies and Trends in Europe, 7th Edition 2006 (http://www.culturalpolicies.net/)
[6] Εισήγηση στο συνέδριο της Ύδρας, Πολιτισμός και τοπική αυτοδιοίκηση. Συμπεράσματα συνεδρίου, 1993 Μ. Μερκούρη σελ. 79.
[7] City of Torondo (2008) Creative city planning framework: a supporting document to the agenda for prosperity, prospectus for a great city, 7.
ΕΠΑΡΚΕΣ ΑΡΘΡΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΤΟΠΙΣΤΙΚΟ
ΑπάντησηΔιαγραφή