12 Μαρ 2013

O Βασιλιάς του Παρανοϊστάν



Σε μια μακρινή χώρα που την έλεγαν Παρανοϊστάν, ο βασιλιάς διασκέδαζε με την αυλή του σκαρώνοντας φάρσες στους υπηκόους του. Οι υπασπιστές του, Αδίκιος και Κάκιος, φρόντιζαν να εφευρίσκουν καθημερινά νέα τεχνάσματα για να γελούν περισσότερο στο παλάτι.

Άλλοτε έκρυβαν από κάποιους την τροφή και τους ανάγκαζαν να ψάχνουν ακόμη και σε σκοτεινά και βαθιά πηγάδια.

Άλλωτε έβαζαν κάποιους άλλους  να διαβάζουν παραμύθια ενώ τους βύθιζαν ξαφνικά στο σκοτάδι.

Άλλωτε έβαζαν κάποιους να προπονούνται με τις ώρες για να παίξουν ποδόσφαιρο και όταν έμπαιναν στο γήπεδο για τον αγώνα τους έκρυβαν την μπάλα.

Σε άλλους έλεγαν ότι η σκιά τους τούς κυνηγά για να τους ρουφήξει κι εκείνοι έτρεχαν για να γλιτώσουν πανικόβλητοι.


Άλλους συμβούλευαν πώς να κόψουν δρόμο και τους έστελναν επίτηδες πάνω στο ορμητικό  ποτάμι. 

Σε άλλους έλεγαν ότι μαζεύτηκαν πάρα πολλοί στα χωράφια και όσοι δεν είχαν καλή διάθεση θα έπρεπε να φύγουν. Χόρευαν λοιπόν και τραγουδούσαν κι αυτοί όλη μέρα στο δρόμο και τις πλατείες του Παρανοϊστάν!

Άλλους τους έστελναν να πατήσουν σταφύλια και να γεμίσουν με μούστο τα βαρέλια και να φτιάξουν κρασί. Μα τα βαρέλια δεν γέμιζαν ποτέ, γιατί δεν είχαν πάτο!

Οι μέρες κυλούσαν με νέα τεχνάσματα, ώσπου μια μέρα οι υπασπιστές του βασιλιά, ο Αδίκιος και ο Κάκιος, τρέχουν έντρομοι στο Βασιλιά και του λένε:

-     Πολυχρονεμένε μας Βασιλιά, δεν μπορούμε πια να σκεφτούμε άλλα τεχνάσματα για να ευχαριστήσουμε την αυλή σου κι εσένα. Παιδευόμαστε εδώ και μέρες, μα δεν μπορέσαμε να σκαρφιστούμε τίποτα καινούριο. Οι υπήκοοί σου φαίνεται πως τα έχουν συνηθίσει όλα και μαζί με αυτούς τα συνήθισαν και οι αυλικοί σου και δεν γελούν πια με τα τεχνάσματά μας.
«Μου είστε παντελώς άχρηστοι, Αδίκιε και Κάκιε», είπε εξοργισμένος ο Βασιλιάς. «Χαθείτε από το βασίλειό μου σήμερα κιόλας!» Οι δυο υπασπιστές, μάζεψαν άρον- άρον τα πράγματά τους από το παλάτι και έφυγαν μια για πάντα από το Παρανοϊστάν.

Πώς όμως θα γελούσαν πια στο παλάτι χωρίς τεχνάσματα; Πώς θα περνούσε ευχάριστα ο χρόνος στην αυλή;

Ο Βασιλιάς κάλεσε το σοφό του παλατιού και ζήτησε τη συμβουλή του:

-    Σοφέ γέροντα, ο λαός μου συνήθισε τα τεχνάσματα όπως και οι αυλικοί μου. Κανείς δεν γελάει πια με αυτά. Έδιωξα και τους υπασπιστές μου, Αδίκιο και Κάκιο, επειδή στέρεψαν από τεχνάσματα. Μα πώς θα γελάμε πια στην αυλή χωρίς αυτά;

Ο Σοφός αφού άκουσε με προσοχή το βασιλιά, είπε:

-      Βασιλιά μου, οι υπήκοοί σου έμαθαν να ζουν με τεχνάσματα και είναι έτοιμοι να σκαρώσουν δικά τους. Δεν σου χρειάζεται κανένας Αδίκιος και κανένας Κάκιος! Αρκεί μόνο να τους δώσεις την υπόσχεση ότι από απλοί υπήκοοι μπορούν να γίνουν υπασπιστές σου, αν καταφέρουν να κάνουν εσένα και την αυλή σου να γελά.

«Και πώς θα γίνει αυτό;», ρώτησε ο βασιλιάς.

-    Θα τους αναγγείλεις πως ο Αδίκιος και ο Κάκιος εξορίστηκαν από το βασίλειό σου, γιατί σκάρωναν φάρσες εις βάρος των υπηκόων του. Και πως τώρα ψάχνεις για νέους υπασπιστές που θα κάνουν τους πολλούς να γελούν με τεχνάσματα σε βάρος κάποιων λίγων.

Τότε λοιπόν, επίδοξοι νέοι και γέροι εμφανίστηκαν από διάφορες  γωνιές του βασιλείου και προσπάθησαν να στήσουν φάρσες σε κάποιους υπηκόους με σκοπό να κάνουν όσο το δυνατό περισσότερους να γελάσουν στη χώρα για να γίνουν αυτοί οι νέοι υπασπιστές του Βασιλιά.

Έβαζαν σε μεγάλα κλουβιά ανθρώπους και τους περιέφεραν στην πόλη, έπαιρναν τα υπάρχοντα άλλων και τα πουλούσαν στην αγορά, έβαζαν μάσκες και αλλιώτικα ρούχα σε κάποιους άλλους για να μην τους γνωρίζει πια ο κόσμος.

Και έτσι οι άνθρωποι γελούσαν χαρούμενοι στο Παρανοϊστάν και κάποιοι από αυτούς ονειρεύονταν να γίνουν οι νέοι υπασπιστές του Βασιλιά, χωρίς όμως να γνωρίζουν ότι όλα αυτά ήταν απλώς το νέο του τέχνασμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου